Έργα

Τα έργα από το εργαστήριο

Τα έργα που δημιουργήθηκαν στο εργαστήριο της Νέας Υόρκης από το 1980 εώς το 2015 περίπου αποτελούν τον πυρήνα της συλλογής αλλά και το πιο αντιπροσωπευτικό δείγμα δουλειάς του καλλιτέχνη.

Στα έργα αυτά συμπυκνώνονται όλες οι αναζητήσεις του, οι επιρροές που δέχτηκε, οι επιδιώξεις και τα επιτεύγματά του. Αν και καλύπτουν μια χρονική περίοδο τριάντα πέντε ετών, διατηρούν μια συνάφεια στην τεχνοτροπία και αρκετά κοινά χαρακτηριστικά. Κατ’ αρχάς είναι η επιλογή της μεγάλης κλίμακας, η οποία εξασφαλίζει μεγαλύτερη ζωγραφική ελευθερία, αλλά κυρίως προσδίδει έναν μνημειακό χαρακτήρα.

Τα αρνητικά στοιχεία της επιλογής αυτής, όπως κατά κύριο λόγο οι ειδικές συνθήκες τοποθέτησης και έκθεσης που απαιτούσαν, άρα και η μειωμένη εμπορικότητα, εφόσον ελάχιστοι χώροι θα μπορούσαν να φιλοξενήσουν τέτοια έργα, δεν απασχολούσαν ιδιαίτερα τον καλλιτέχνη. Άλλωστε οι διαρκείς αναζητήσεις για τα σχήματα, τα χρώματα και το φως έβρισκαν το πιο ιδανικό πεδίο εφαρμογής στη ζωγραφική μεγάλης κλίμακας.

Οι επιρροές από τους ζωγράφους του αφηρημένου εξπρεσιονισμού είναι εδώ εμφανείς. Έχοντας δει και μελετήσει από κοντά το έργο τους, ο Καψάλης αντλεί στοιχεία της τέχνης τους, αλλά και πρακτικές που χρησιμοποιούν.

Η ζωγραφική του Rothko τον επηρεάζει ιδιαιτέρα: η δύναμη του χρώματος και του σχήματος προκαλεί απευθείας τον θεατή, χωρίς άλλου τύπου μεσολαβήσεις.

Η μεγάλη κλίμακα φέρνει το έργο σε μια σχεδόν ανθρώπινη διάσταση, επιτυγχάνοντας να κάνει τον θεατή μέρος του. Και κάπως έτσι, αυτόματα, δημιουργείται μια συναισθηματική έκρηξη που ο καθένας βιώνει χωριστά μόνο και μόνο με το να αντικρίζει ένα τέτοιο έργο.

Σε άλλα έργα, ο Καψάλης έρχεται πιο κοντά στη χειρονομιακή ζωγραφική του Pollock και τις μεθόδους του, κυρίως τη μέθοδο του dripping. Γνωρίζει επίσης καλά τα έργα του Newman με τις μεγάλες κάθετες γραμμές, που προσομοιάζουν σε σύμβολα λατρευτικού τύπου. Θα μπορούσε επίσης κανείς να βρει ομοιότητες ακόμη και στα γλυπτά από ατσάλι του David Smith.

Το σύνολο των έργων που έχουν δημιουργηθεί στο ατελιέ του Σόχο ανήκουν χωρίς αμφιβολία στο κλίμα της αμερικανικής μεταπολεμικής ζωγραφικής. Η εμφάνιση του αφηρημένου εξπρεσιονισμού ήδη από τα τέλη της δεκαετίας του ’40 και η καθολική στήριξή του από τα Μουσεία και τα Ιδρύματα υπήρξε κατά κάποιον τρόπο μονόδρομος και για τους νεότερους καλλιτέχνες, όπως ο Μιχάλης Καψάλης.

Ο ίδιος είχε χωρίσει τα έργα αυτά σε μικρότερες θεματικές κατηγορίες: «Cityscapes and landsapes», «Gestures and stripes», «Figures and linear shapes», «Monoforms and torsoes», είναι ορισμένες από αυτές που ανήκουν στο ίδιο εικαστικό και θεωρητικό πλαίσιο που αναφέρθηκε προηγουμένως. Ιδιαίτερη αναφορά αξίζει να γίνει στην κατηγορία «poetry and music», στα έργα της οποίας επιχειρεί μια συναισθηματική μεταφορά ήχων και στίχων στη ζωγραφική επιφάνεια. Ο Καψάλης αγαπούσε πολύ την μουσική και είχε την τύχη να δει από κοντά τους σπουδαιότερους μουσικούς της τζαζ σκηνής που μεγαλουργούσαν τις δεκαετίες του ’60 και του ’70 στις μουσικές σκηνές και τα μπαρ της Νέας Υόρκης, μεταξύ των οποίων τα διάσημα και ιστορικά Village Vanguard και Fanelli Ccafe. Αργότερα, αγαπημένο του στέκι γίνεται το Blue Note, το οποίο από την ίδρυσή του (1981) καθιερώνεται ως ο κατεξοχήν «ναός» της τζαζ. Στη σειρά αυτή, οι ελεύθεροι αυτοσχεδιασμοί της μουσικής συναντούν μια πιο οργανωμένη, μελετημένη μορφή τους στον καμβά, με αποτέλεσμα έργα εξαιρετικής ποιότητας και συναισθηματικής πληρότητας.

Τα Έργα της Ελλάδας

Ένα αρκετά μεγάλο κομμάτι του έργου του δημιουργήθηκε στην Ελλάδα, κατά κύριο λόγο στο σπίτι του Ψυχικού, όπου είχε ένα μικρό ατελιέ, αλλά και στη Μύκονο. Ο Καψάλης λάτρευε το νησί και πήγαινε συχνά, ενώ διοργάνωσε εκεί αρκετές ατομικές εκθέσεις, από τις λίγες που είχε κάνει συνολικά. Τα έργα αυτά φιλοτεχνήθηκαν σε διαφορετικές χρονικές περιόδους, ως επί το πλείστον όμως συνάδουν με το γενικότερο πνεύμα, τις αντιλήψεις και τις στιλιστικές επιλογές του ζωγράφου.

Υπάρχουν όμως κάποια στοιχεία που τα διαφοροποιούν από τα υπόλοιπα, και αξίζει να τα αναφέρουμε. Πρώτα απ’ όλα η αναγραφή ελληνικών λέξεων στη ζωγραφική επιφάνεια, με τρόπο που να παραπέμπει στην τεχνική του γκράφιτι, σηματοδοτώντας, κατά κάποιον τρόπο , την ελληνική καταγωγή των έργων. Άλλοτε η σύνδεση είναι προφανής (εν Αθήναις), άλλοτε λανθάνουσα (εσπέρας, των ταξιαρχών).

Σε κάθε περίπτωση, πρόκειται για μια ιδιαίτερη επιλογή που παρατηρείται σε λίγα σχετικά έργα, ενώ δεν συναντάμε κάτι αντίστοιχο στα έργα της Αμερικής.

«Παραστατικά» Έργα

Ο όρος αυτός είναι μάλλον υπερβολικός για έναν καλλιτέχνη που ασχολήθηκε σχεδόν αποκλειστικά με την αφηρημένη ζωγραφική. Υπάρχουν όμως αρκετά έργα με αναγνωρίσιμα στοιχεία, που φανερώνουν μια άλλη πηγή ενδιαφερόντων και ιδιαίτερες επιρροές.

Στην κατηγορία αυτή ανήκει μια σειρά λουλουδιών, φιλοτεχνημένων κατά πάσα πιθανότητα στο εργαστήριο της Αθήνας και στη Μύκονο κατά τη δεκαετία του ’80. Την ίδια περίοδο επίσης ο Καψάλης ζωγραφίζει μια σειρά από κεφάλια που παραπέμπουν άμεσα σε πρωτόγονες μορφές αφρικανικής τέχνης.

Υπάρχουν όμως και κάποια πιο «πολύπλοκα» έργα, στα οποία είναι προφανείς οι επιρροές από τον πριμιτιβισμό του Jean Dubuffet και γενικότερα από τις αναζητήσεις της art brut: οι βίαιες εναλλαγές έντονων χρωμάτων, οι αγωνιώδεις εκφράσεις στα πρόσωπα και η πλήρης κάλυψη κάθε σημείου της ζωγραφικής επιφάνειας με έναν αγχωτικό σχεδόν τρόπο χαρακτηρίζουν αυτή την περίοδο στη ζωγραφική του Καψάλη.

Σε αυτά τα έργα, ο Καψάλης δεν αλλάζει μόνο τις παγιωμένες τεχνικές του προτιμήσεις, αλλά ξεκινά μια συνομιλία με μια εντελώς διαφορετική αντίληψη για την ίδια την τέχνη, το νόημά της και την επίδρασή της, θέτοντας στο επίκεντρο την περίπλοκη ανθρώπινη κατάσταση. Παρότι το κομμάτι αυτό του έργου του δεν εξελίχτηκε περισσότερο, αποτελεί μια σημαντική ένδειξη για τις δυνατότητες του ως ζωγράφου, αλλά και για τις ευαισθησίες του.

Συνοψίζοντας, θα μπορούσαμε να πούμε πως ο Μιχάλης Καψάλης συνδυάζει επιτυχώς τις τεχνικές και θεωρητικές γνώσεις για την ζωγραφική και τα κινήματα της με την ευρύτητα του πνεύματος και το προσωπικό του ταλέντο. Το πολύπλευρο έργο του, που αποκαλύπτεται σιγά σιγά, προσφέρεται για ευρύτερη μελέτη και έρευνα ώστε να λάβει τη θέση που του αξίζει στην ιστορία της τέχνης.